ἔγχερσος
Look at other dictionaries:
χορτέγχερσος — ἡ, Α χέρσα έκταση, καλυμμένη με αυτοφυές χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἔγχερσος «άγονος, ξερός» (< ἐν + χέρσος)] … Dictionary of Greek
χορτέγχερσος — ἡ, Α χέρσα έκταση, καλυμμένη με αυτοφυές χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἔγχερσος «άγονος, ξερός» (< ἐν + χέρσος)] … Dictionary of Greek